-
1 αὔλιος
A belonging to folds, ἀστὴρ αὔλιος 'star that bids the shepherd fold', A.R.4.1630, cf. Call.Fr. 539; ὅταν αὐλίοις συρίζῃς, ὦ Πάν, τοῖς σοῖσιν ἐν ἄντροις dub. l. in E. Ion 500 (lyr.).II αὔλιος θύρα dub. l. in Men.546; cf. αὐλία θύρα· πυλών, Hsch. -
2 βοωνία
См. также в других словарях:
αύλειος — αὔλειος και αὔλιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην αυλή («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῡ ἐπ αὐλείου», «ἐκτός αὐλείων πυλῶν») 2. το θηλ. ως ουσ. «αὔλειος και αὔλιος», «αὐλεία και αὐλία» η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek